- αναισθησιακός
- -ή, -ό 1. ο σχετικός μέ την αναισθησία2. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek